αλάνθαστος

αλάνθαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει λάθος: Μου έδωσε ένα γραπτό αλάνθαστο.
2. αυτός που δεν αποτυχαίνει, δε λαθεύει: Λένε πως το φάρμακο αυτό είναι αλάνθαστο για την ελονοσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλάνθαστος — η, ο [λανθάνω] 1. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάθευτος, άσφαλτος, σωστός 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αλάθητος, αναμάρτητος …   Dictionary of Greek

  • άπταιστος — κ. άφταιστος, η, ο (AM ἄπταιστος, ον) [πταίω] 1. αλάνθαστος, άψογος 2. αθώος νεοελλ. 1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα 2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός αρχ. 1. αυτός που δεν σκοντάφτει 2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος 3. (για δρόμο) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αδιάπταιστος — η, ο (Α ἀδιάπταιστος, ον) [διαπταίω] αυτός που δεν υποπίπτει σε λάθη, αλάνθαστος, άψογος, άμεμπτος …   Dictionary of Greek

  • αδιάπτωτος — η, ο (Α ἀδιάπτωτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν παρουσιάζει μεταπτώσεις, σταθερός, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής («αδιάπτωτη προσοχή») αρχ. αυτός που δεν υποπίπτει σε σφάλματα, αλάνθαστος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπίπτω. ΠΑΡ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… …   Dictionary of Greek

  • αλάθευτος — η, ο [λαθεύω] 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, που δεν πέφτει σε σφάλματα, αλάθητος 2. αυτός που δεν αποτυγχάνει στον σκοπό του 3. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, αναμάρτητος 4. αυτός που δεν περιέχει λάθη, αλάνθαστος …   Dictionary of Greek

  • αλάθητος — η, ο (Μ αλάθητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν κάνει λάθη, ο αλάθευτος 2. αυτός που δεν διαπράττει αμαρτήματα, ο αναμάρτητος 3. αυτός που δεν περιέχει λάθη, ο αλάνθαστος 4. το ουδ. ως ουσ. το αλάθητο* μσν. αυτός που δεν λησμονιέται ή δεν μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • αναμπλάκητος — ἀναμπλάκητος, ον (Α) [ἀμπλακίσκω] 1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί 2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος …   Dictionary of Greek

  • απλανής — ές (AM ἀπλανής) [πλανώμαι] 1. αυτός που δεν κινείται, σταθερός 2. αστρον. (για αστέρια) αυτός που διατηρεί σταθερή θέση μέσα στο στερέωμα μσν. εκείνος που δεν πέφτει σε πλάνη, ο αλάνθαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”